Τα χωριά, που σήμερα ερημώνουν και ξεχαρβαλώνονται, ήταν μέχρι την δεκαετία του ’60 οργανωμένοι μικρόκοσμοι. Οικογένειες με χωράφια, περιβόλια και ρουτίνες. Η μέρα ξεκινούσε μισή ή μία ώρα πριν χαράξει και τέλειωνε, χωρίς ηλεκτρικό, όταν σκοτείνιαζε. Τα σπίτια ήταν χτισμένα σε «φρουριακή διάταξη» (λέει κάποιο βιβλίο αρχιτεκτονικής) κατάλοιπο του φόβου των πειρατών ή για οικονομία πέτρας. Ένας κεντρικό δρόμος περνούσε από την μία άκρη του χωριού στην άλλη. Οι καμάρες περνούσαν κάτω από κουζίνες και κρεβατοκάμαρες, κουβέντες, καυγάδες, παιδικά κλάματα ή απλή ησυχία.
Αν ήσουν πολύ τυχερός και η νοικοκυρά μαγείρευε κάτι τηγανητό με γλύνα από χοίρο, η μυρουδιά σου έλεγε ότι πεινάς. Στις καμάρες μύριζες κατώγια με μυζήθρα, κρασί, φρύγανα, πατάτες, γαϊδούρια και αποπάτους. Μην τρομάζετε, οι απόπατοι ήταν σχεδιασμένοι ώστε να αερίζονται με τους αέρηδες, οι γυναίκες έριχναν στάχτη, καθημερινά, από το τζάκι της κουζίνας και η μυρουδιά δεν ήταν έντονη. Η μόνιμη υγρασία άφηνε επίσης μια μυρουδιά, μούχλα ήταν; μαγιά; πυτιά; μύκητες;
Το πλακόστρωτο, είχε ήδη αρχίσει να αντικαθίσταται με μπετόν, αλλά αυτό το φτηνό χειροποίητο μπετόν με άμμο από τον ποταμό και γραμμές ασβέστη που φρεσκαριζόταν κάθε Πάσχα και Δεκαπενταύγουστο ή στο πανηγύρι της Εκκλησιάς. Τα σπίτια ήταν δίπλα σε περιβόλια προστατευμένα με καλάμια, που έπαιζαν μουσική θροΐσματος, και κινούμενων σκιών. Στο πλάι του δρόμου ακούγονταν ο «υνταγός», που έτρεχε νερό μέρα-νύχτα και πότιζες το περιβόλι σου με βάση αυστηρό, αδιαπραγμάτευτο ωράριο. Η καμπάνα κτυπούσε κάθε μέρα, το πρωί, το μεσημέρι και το βράδυ.
Το σπίτι στη φωτογραφία είναι στο Καρκάδο
ΑπάντησηΔιαγραφή