Μεγάλωσα έχοντας τον μπαρμπα Τζώρτζη για «πάππου». Τον θυμάμαι ήσυχο, εργατικό, λιγομίλητο και φιλοσοφημένο άνθρωπο.
Η ζωή του ήταν απαράλλακτη με αυτήν που είχαν οι αγρότες της Τήνου, από πάντα. Δούλεψε στη Αθήνα στα νιάτα του, στο Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. Όπως οι περισσότεροι Τηνιακοί έπρεπε να ξενιτευτεί για να μαζέψει λίγα μετρητά για να πορευτεί στην συνέχεια. Η πρώτη γυναίκα του πέθανε, και ξαναπαντρεύτηκε την γιαγιά μου που επίσης είχε μείνει χήρα.
Έμενε στα Κελλιά, σε ένα άσπρο πέτρινο σπίτι, με κουζίνα, «σπίτι», «σαλό» και δύο κάμαρες. Κάπου ανήρτησα την κουνιστή πολυθρόνα του στον «σαλό». Πρόλαβα την κουζίνα με χωματένιο πάτωμα, και θυμάμαι την ιστορική μέρα ενός καλοκαιριού που έγινε τσιμεντοκονία. Στα κατώγια ήταν μια αποθήκη για φρύγανα, το κατώι για τα τυράκια, τα κριθάρια, λάδια, κρασί και μυρουδιές που δεν υπάρχουν αλλά δεν ξεχνάω. Το μπρος κατώι ήταν λίγο πιο μυστικό γιατί για να το φτάσεις έπρεπε να περάσεις από το καταστέϊ με τον γάϊδαρο. Ο απόπατος ήταν επίσης κάτω, παραδοσιακός, στεγνός, με στάχτη και άχυρα για αποσμητικό.
Ξαναπήγα στο σπίτι, πρόσφατα. Ίδιο... Μόνο που όλα μου φαίνονται πιο μικρά.
Η ρουτίνα του πάππου μου ξεκινούσε πριν χαράξει και τέλειωνε μετά το βραδινό φαγητό, όταν σκοτείνιαζε. Καμιά φορά τα βράδια, μετά το φαγητό άλεθε καβουρντισμένο μείγμα καφέ και ρεβιθιών ή κριθαριού. Κάπως, αυτή ήταν δική του αρμοδιότητα. Τα Σάββατα, ζητούσε μια δραχμή από την γιαγιά μου να πάει να ξουρ’στεί. Η γιαγιά μου ήταν ιδιαίτερα σφιχτή μετά από χρόνια φτώχειας… Ο πάππους μου θυμόταν το 1969, πόσους χερόβολους κριθάρι είχε κουβαλήσει από ποιο χωράφι, για τα τελευταία 10 χρόνια… Χρόνια αργότερα ασχολήθηκα με την εξαγορά του Ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία, και στις διαπραγματεύσεις μου με τους υποψήφιους σκεφτόμουν, «κοίτα που πουλάω το ξενοδοχείο που δούλεψε ο πάππους μου»
Τα εγγόνια του από την πρώτη του γυναίκα, τα βλέπω και τα αγαπώ σαν ξαδέρφια μου. Αποφάσισα να γράψω για τις καθημερινές του πορείες, σε κάποιο κείμενο που θα συνοδεύει τους χάρτες με τα μονοπάτια, γιατί από αυτόν τα έμαθα.
Ούτε ένα σχόλιο για αυτην την συμπαθέστατη φυσιογνωμία,που έκφράζει όλους τους Τηνιακούς που δούλεψαν τη γή τους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΛίγες τέτοιες φυσιογνωμίες πιά και αυτές όχι τόσο ξερακιανές λίγο πιο καλοπερασμένες στα γεράματα τους.
Και βέβαια λούζες και τυράκια σε πολύ λίγα κατώια(γνήσιες λούζες,και τυράκια Κατωμερήτικα που θεωρούνται τα καλύτερα).
παράξενε, μου είπε κάποιος επιπόλαιος αλλά φίλος, ότι «πάνε αυτά, τελειώσανε», όχι τώρα σε αυτό το blog, σε άλλη περίπτωση...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο τι χάνει ο χάνει ο καθένας όταν κάτι «τελειώνει», αν είναι τυχερός, το καταλαβαίνει πριν συναντήσει τον (ή την) δημιουργό του
μερικά εγκόνια του είναι στην Καλλονή, μερικά στην Κώμη και άλλα στην Αθήνα.
ΑπάντησηΔιαγραφή...Πόσα μου θύμησες...Ξέχασες όμως την ροδιά και την πλύστρα...
ΑπάντησηΔιαγραφή