Το είχα ρίξει στον ύπνο στην ζεστή άσφαλτο (καλά, τέτοια απόλαυση…), όταν σταματάει ένα μηχανάκι 5-10 πόντους μπροστά μου και κατεβαίνει ένα αποτροπιαστικό ον που είχε όρεξη για κουβέντα.
Τον αγνόησα παντελώς στην ησυχία της σιέστας μου, αλλά αυτός δωσ’ του να βγάζει φωτογραφίες, λες και δεν είχε ξαναδεί οχιά στην άσφαλτο. Του άρεσε φαίνεται η ουρά μου που μόλις έχει αρχίσει να αναδημιουργείται μετά από πρόσφατο ατύχημα.
Σε κάποια φάση μου κολλάει τον φακό μπροστά μου, άπαγε της αμαρτίας, λέω μέσα μου, γυρεύοντας πάει ο τύπος, αλλά τον αγνόησα. Ξαφνικά, αρχίζει να χτυπάει τα πόδια του και να με σκουντάει με ένα ξερό κλαδί, κάνοντας νοήματα και δείχνοντας ένα άσπρο πράγμα με τέσσερεις ρόδες που έστριβε την στροφή στην Ξυνάρα.
Με τα πολλά, αυτός στην μέση του δρόμου, σταματημένο και το τετράτροχο, είπα μέσα μου «πολλοί γίναμε εδώ πέρα», πάω μέσα στα χόρτα, ούτε να κοιμηθεί κανείς δεν μπορεί πια σε αυτό το νησί.
Τον αγνόησα παντελώς στην ησυχία της σιέστας μου, αλλά αυτός δωσ’ του να βγάζει φωτογραφίες, λες και δεν είχε ξαναδεί οχιά στην άσφαλτο. Του άρεσε φαίνεται η ουρά μου που μόλις έχει αρχίσει να αναδημιουργείται μετά από πρόσφατο ατύχημα.
Σε κάποια φάση μου κολλάει τον φακό μπροστά μου, άπαγε της αμαρτίας, λέω μέσα μου, γυρεύοντας πάει ο τύπος, αλλά τον αγνόησα. Ξαφνικά, αρχίζει να χτυπάει τα πόδια του και να με σκουντάει με ένα ξερό κλαδί, κάνοντας νοήματα και δείχνοντας ένα άσπρο πράγμα με τέσσερεις ρόδες που έστριβε την στροφή στην Ξυνάρα.
Με τα πολλά, αυτός στην μέση του δρόμου, σταματημένο και το τετράτροχο, είπα μέσα μου «πολλοί γίναμε εδώ πέρα», πάω μέσα στα χόρτα, ούτε να κοιμηθεί κανείς δεν μπορεί πια σε αυτό το νησί.