Μετά την βόλτα μου στο Αγάπι, ανέβηκα από το λαγκάδι και το μονοπάτι-δρόμο (τα λέω και τα δύο τώρα για να μην έχουμε παράπονα… δρόμος ήταν) στη Βωλάξ, με το που έφευγε ο ήλιος.
Από μακριά, το χωριό ήταν όπως το ήξερα, αν και μερικοί παλιοί έχουν φύγει, και ο μπάρμπα Αντρέας που θυμόταν τον παππού μου… αλλά έτσι δεν πάει; Βόρεια του ηλιοβασιλέματος είχαν μαζευτεί χοντρά σύννεφα, οιωνός ότι η ζέστη δεν θα κρατούσε άλλο
Τα σύννεφα είχαν πυκνώσει ως το πρωί, δεν φαινόταν η Χίος, αλλά ο αέρας ήταν ακόμα ζεστός και υγρός. Αν το αντέχετε, δείτε τον κόσμο σε ώρες που δεν έχετε συνηθίσει, είναι άλλη η αίσθηση.
Στο βουνό μύριζε φθινόπωρο, σχεδόν έπιανες το σύννεφο αν σήκωνες το χέρι. Με χαμηλά σύννεφα, ή ομίχλη, αλλάζει και η ακουστική στα χωράφια.
Πουθενά ο ήλιος… Πρέπει να έχει ανατείλει εδώ και μία ώρα, αλλά ούτε ο Πέτασος, ούτε η θάλασσα φαίνεται… Ποιος θυμάται το τραγούδι; «Σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό χαράκι, κάθεται, έν’ αϊτός… και παρακαλεί τον ήλιο ν’ ανατείλει. Ήλιε ανάτειλε-ήλιε ανάτειλε…»
Επιτέλους, βλέπω την αντανάκλαση στο νερό, μπορώ να πάω να κάνω καμιά δουλειά (χουσμέτια τα λέμε αυτές τις δουλειές, από τις ελάχιστες τούρκικες λέξεις στο νησί).
Βλέπεις, φίλε Εξάκτινε, η συλλογή χρωμάτων, παλιότερα στην μνήμη, τώρα σε δημόσια θέα, είναι και αυτή μία εκδοχή...
Από μακριά, το χωριό ήταν όπως το ήξερα, αν και μερικοί παλιοί έχουν φύγει, και ο μπάρμπα Αντρέας που θυμόταν τον παππού μου… αλλά έτσι δεν πάει; Βόρεια του ηλιοβασιλέματος είχαν μαζευτεί χοντρά σύννεφα, οιωνός ότι η ζέστη δεν θα κρατούσε άλλο
Τα σύννεφα είχαν πυκνώσει ως το πρωί, δεν φαινόταν η Χίος, αλλά ο αέρας ήταν ακόμα ζεστός και υγρός. Αν το αντέχετε, δείτε τον κόσμο σε ώρες που δεν έχετε συνηθίσει, είναι άλλη η αίσθηση.
Στο βουνό μύριζε φθινόπωρο, σχεδόν έπιανες το σύννεφο αν σήκωνες το χέρι. Με χαμηλά σύννεφα, ή ομίχλη, αλλάζει και η ακουστική στα χωράφια.
Πουθενά ο ήλιος… Πρέπει να έχει ανατείλει εδώ και μία ώρα, αλλά ούτε ο Πέτασος, ούτε η θάλασσα φαίνεται… Ποιος θυμάται το τραγούδι; «Σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό χαράκι, κάθεται, έν’ αϊτός… και παρακαλεί τον ήλιο ν’ ανατείλει. Ήλιε ανάτειλε-ήλιε ανάτειλε…»
Επιτέλους, βλέπω την αντανάκλαση στο νερό, μπορώ να πάω να κάνω καμιά δουλειά (χουσμέτια τα λέμε αυτές τις δουλειές, από τις ελάχιστες τούρκικες λέξεις στο νησί).
Βλέπεις, φίλε Εξάκτινε, η συλλογή χρωμάτων, παλιότερα στην μνήμη, τώρα σε δημόσια θέα, είναι και αυτή μία εκδοχή...
Ο κύκλος του χρόνου στην αλλαγή των χρωμάτων
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν και οι διακοπές μου αργούν, καθημερινά ταξιδεύω.
Γη, αέρας και νερό με συντροφεύουν.
Εικόνες και χρώματα.
Αισθήσεις και παραισθήσεις.
Δοσμένα απλόχερα, από έναν αυτόχθονα.
Αφομοίωσις.
Και δεν έβρεξε τελικά; Μόνον συννεφιά και τίποτε άλλο;
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ όμορφες οι φωτό, τί είδους δουλειά είναι το χουσμέτι;
Καλημέρα κιόλας...
χουσμέτι το (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :χουσμετ(τουρκ. λ. hizmet = υπηρεσία, καθήκον) -ι]
ΑπάντησηΔιαγραφή1. η εξυπηρέτηση, η βοήθεια, η εκδούλευση που κάνει κάποιος για χάρη ενός άλλου αφιλοκερδώς συνώνυμα: χάρη, αγγαρεία
2. (συνήθ. στον πληθ.) τα χουσμέτια, οι δουλειές του σπιτιού συνώνυμα: νοικοκυριό
3. (μτφ.) οι δοσοληψίες, οι σχέσεις, τα πάρε δώσε.
http://www.livepedia.gr
Αργεί ακόμα ο χειμώνας ας μην βιαζόμαστε. Μετά την πολλή ζέστη έκανε ένα μπουρίνι στο "γύρισμα". Έχουμε ακόμα καλοκαίρι μπροστά μας.
ΑπάντησηΔιαγραφή