Εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον κατοικοῦμε, ἐκατοικούσαν οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ ἡμεῖς καταγόμεθα καὶ ἐλάβαμε τὸ ὄνομα τοῦτο. Αὐτοὶ διέφεραν ἀπὸ ἡμὰς εἰς τὴν θρησκείαν, διότι ἐπροσκυνούσαν τες πέτρες καὶ τὰ ξύλα. Ἀφ’ οὐ ὕστερα ἦλθε στον κόσμο ὁ Χριστός, οἱ λαοὶ ὅλοι ἐπίστευσαν εἰς τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ, καὶ ἔπαυσαν να λατρεύουν τὰ εἴδωλα. Δεν ἐπῇρε μαζὶ τοῦ οὔτε σοφοὺς οὔτε προκομμένους ἀλλ’ ἁπλοῦς ἀνθρώπους, χωρικοὺς καὶ ψαράδες, καὶ μὲ τῇ βοήθειᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔμαθαν ὄλες τες γλῶσσες τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι, μολονότι ὅπου καὶ ἂν ἔβρισκαν ἐναντιότητας καὶ οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ τύραννοι τοὺς κατέτρεχαν, δεν ἠμπόρεσε κανένας να τοὺς καμεὶ τίποτα. Αὐτοὶ ἐστερέωσαν τὴν πίστιν.
Οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, οἱ πρόγονοι μας, ἔπεσαν εἰς τὴν διχόνοιαν καὶ ἐτρώγονταν μεταξὺ τοὺς, καὶ ἔτσι ἔλαβαν καιρὸ πρώτα οἱ Ῥωμαῖοι, ἔπειτα ἄλλοι βάρβαροι καὶ τοὺς ὑπόταξαν. Ὕστερα ἤλθαν οἱ Μουσουλμάνοι καὶ ἔκαμαν ὅ,τι ἠμπορούσαν, διὰ να ἀλλάξει ὁ λαὸς τὴν πίστιν τοῦ. Ἔκοψαν γλῶσσες εἰς πολλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ’ ἐστάθη ἀδύνατο να τὸ κατορθώσουν. Τὸν ἔναν ἔκοπταν, ὁ ἄλλος τὸ σταυρὸ τοῦ ἔκαμε. Σὰν εἶδε τοῦτο ὁ σουλτάνος, διόρισε ἕνα βιτσερὲ (ἀντιβασιλέα), ἔναν πατριάρχη, καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἐξουσία τῆς ἐκκλησίας. Αὐτὸς καὶ ὁ λοιπὸς κλῆρος ἔκαμαν ὅ,τι τοὺς ἔλεγε ὁ σουλτάνος. Ὕστερον ἔγιναν οἱ κοτζαμπάσηδες (προεστοί) εἰς ὅλα τὰ μέρη. Ἡ τρίτη τάξις, οἱ ἔμποροι καὶ οἱ προκομμένοι, τὸ καλύτερο μέρος τῶν πολιτῶν, μὴν ὑποφέροντες τὸν ζυγὸ ἔφευγαν, καὶ οἱ γραμματισμένοι ἐπῆραν καὶ ἔφευγαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, τὴν πατρίδα τῶν, καὶ ἔτσι ὁ λαός, ὅστις στερημένος ἀπὸ τὰ μέσα τῆς προκοπῆς, ἐκατήντησεν εἰς ἀθλίαν καταστάσῃ, καὶ αὐτὴ αὔξαινε κάθε ἥμερα χειρότερα, διότι, ἂν εὑρίσκετο μεταξὺ τοῦ λαοῦ κανεὶς μὲ ὀλίγην μαθήσῃ, τὸν ἐλάμβανε ὁ κλῆρος, ὅστις ἔχαιρε προνόμια, ἣ ἐσύρετο ἀπὸ τὸν ἔμπορο τῆς Εὐρώπης ὡς βοηθὸς τοῦ ἢ ἐγίνετο γραμματικὸς τοῦ προεστού. Καὶ μερικοὶ μὴν ὑποφέροντες τὴν τυραννίαν τοῦ Τούρκου καὶ βλέποντας τες δόξες καὶ τες ἠδονὲς ὅπου ἀνελάμβαναν αὐτοί, ἄφηναν τὴν πιστὴ τοὺς καὶ ἐγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καὶ τοιουτοτρόπως κάθε ἥμερα ὁ λαὸς ἐλίγνευε καὶ ἐπτώχαινε.
Εἰς αὐτὴν τὴν δυστυχισμένη καταστάσῃ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς φυγάδες γραμματισμένους ἐμετέφραζαν καὶ ἔστελναν εἰς τὴν Ἑλλάδα βιβλία καὶ εἰς αὐτοὺς πρέπει να χρωστοῦμε εὐγνωμοσύνη, διότι εὐθὺς ὅπου κανένας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ λαὸ ἐμάνθανε τὰ κοινὰ γράμματα, ἐδιάβαζεν αὐτὰ τὰ βιβλία καὶ ἔβλεπε ποίους εἴχαμε προγόνους, τὶ ἔκαμεν ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Ἀριστείδης καὶ ἄλλοι πολλοὶ παλαιοὶ μας, καὶ ἐβλέπαμε καὶ εἰς ποίαν καταστάσῃ εὑρισκόμεθα τότε. Ὅθεν μας ἦλθεν εἰς τὸ νοῦ να τοὺς μιμηθοῦμε καὶ να γίνουμε εὐτυχέστεροι. Καὶ ἔτσι ἔγινε καὶ ἐπροόδευσεν ἣ Ἑταιρεία.
Ὅταν ἀποφασίσαμε να κάμομε τὴν Ἐπανάσταση, δεν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα οὔτε πως δεν ἔχομε ἅρματα οὔτε ὅτι οἱ Τούρκοι ἐβαστούσαν τὰ κάστρα καὶ τάς πόλεις οὔτε κανένας φρόνιμος μας εἶπε: “ ποῦ πάτε ἔδω να πολεμήσετε μὲ σιταροκάραβα βατσέλα;”, ἀλλὰ ὡς μία βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἣ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας, καὶ ὅλοι, καὶ ὁ κλῆρος μας καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπεταναίοι καὶ οἱ πεπαιδευμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι, ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ ἐκάμαμε τὴν Ἐπανάσταση.
Εἰς τὸν πρῶτο χρόνο τῆς Ἐπαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καὶ ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι. Ὁ ἔνας ἐπῆγεν εἰς τὸν πόλεμο, ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἔφερνε ξύλα, ἣ γυναῖκα τοῦ ἐζύμωνε, τὸ παιδὶ τοῦ ἐκουβαλοῦσε ψωμὶ καὶ μπαρουτόβολα εἰς τὸ στρατόπεδον καὶ ἐὰν αὐτὴ ἣ ὁμόνοια ἐβαστοῦσε ἀκόμη δύο χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καὶ τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μακεδονία καὶ ἴσως ἐφθάναμε καὶ ἕως τὴν Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τοὺς Τούρκους, ὀποῦ ἄκουγαν Ἕλληνα καὶ ἔφευγαν χίλια μίλια μακρά. Ἑκατὸν Ἕλληνες ἔβαζαν πέντε χιλιάδες ἐμπρός, καὶ ἕνα καράβι μίαν ἁρμάδα. Ἀλλὰ δεν ἐβάσταξε!.
Ἤλθαν μερικοὶ καὶ ἠθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εἰς τοῦ κασίδη τὸ κεφάλι. Μας πονοῦσε τὸ μπαρμπέρισμα τοὺς. Μὰ τὶ να κάμομε; Εἴχαμε καὶ αὐτουνὼν τὴν ἀνάγκη. Ἀπὸ τότε ἤρχισεν ἡ διχόνοια καὶ ἐχάθη ἡ πρώτη προθυμία καὶ ὁμόνοια. Καὶ ὅταν ἔλεγες τὸν Κώστα να δώσει χρήματα διὰ τάς ἀνάγκας τοῦ ἔθνους ἣ να ὑπάγει εἰς τὸν πόλεμο, τοῦτος ἐπρόβαλλε τὸν Γιάννη. Καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο κανεὶς δεν ἤθελε οὔτε να συνδραμεὶ οὔτε να πολεμήσει. Καὶ τοῦτο ἐγίνετο, ἐπειδὴ δεν εἴχαμε ἕνα ἀρχηγὸ καὶ μίαν κεφαλή. Ἀλλὰ ἔνας ἔμπαινε πρόεδρος ἕξι μῆνες, ἐσηκώνετο ὁ ἄλλος καὶ τὸν ἔριχνε καὶ ἐκάθετο αὐτὸς ἄλλους τόσους, καὶ ἔτσι ὁ ἔνας ἤθελε τοῦτο καὶ ὁ ἄλλος τὸ ἄλλο. Ἴσως ὅλοι ἠθέλαμε τὸ καλό, πλὴν καθενὰς κατὰ τὴν γνώμη τοῦ. Ὅταν προστάζουνε πολλοί, ποτὲ τὸ σπίτι δεν χτίζεται οὔτε τελειώνει. Ὁ ἔνας λέγει ὅτι ἡ πόρτα πρέπει να βλέπει εἰς τὸ ἀνατολικὸ μέρος, ὁ ἄλλος εἰς τὸ ἀντικρινὸ καὶ ὁ ἄλλος εἰς τὸν Βορέα, σὰν να ἦτον τὸ σπίτι εἰς τὸν ἀραμπὰ καὶ να γυρίζει, καθὼς λέγει ὁ καθενάς. Μὲ τοῦτο τὸν τρόπο δεν κτίζεταί ποτε τὸ σπίτι, ἀλλὰ πρέπει να εἶναι ἔνας ἀρχιτέκτων, ὀποῦ να προστάζει πως θὰ γένει. Παρομοίως καὶ ἡμεῖς ἐχρειαζόμεθα ἔναν ἀρχηγὸ καὶ ἔναν ἀρχιτέκτονα, ὅστις να προστάζει καὶ οἱ ἄλλοι να ὑπακούουν καὶ να ἀκολουθοῦν. Ἀλλ’ ἐπειδὴ εἴμεθα εἰς τέτοια καταστάσῃ, ἐξ αἰτίας τῆς διχονοίας, μας ἔπεσε ἡ Τουρκιὰ ἐπάνω μας καὶ κοντέψαμε να χαθοῦμε, καὶ εἰς τοὺς στερνοὺς ἑπτὰ χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.
Εδώ, ολόκληρος ο λόγος του Κολοκοτρώνη προς τους νέους, στην Πνύκα.
Σήμερα, 4 Φεβρουαρίου, είναι η επέτειος του θανάτου του Κολοκοτρώνη. Εδώ και καιρό (και ομολογώ ότι δεν είχα δώσει σημασία, κάποιο σκυλολόι με βιτρίνα κάποια κυρία Ρεπούση, που δηλώνει "ακαδημαϊκός", βάλθηκε να ξαναγράψει την Ιστορία μας, βαφτίζοντας την Καταστροφή της Σμύρνης, "στριμωξίδι". Οι κυρίες Ρεπούση δεν δουλέυουν από μόνες τους. Ούτε είναι η αμφισβήτηση ιστρορικών δεδομένων στοιχείων, από μόνη της μεμπτή. Οι σκέψεις και ο προβληματισμός είναι δείγμα πνευματικής δύναμης.
Αλλά έχουμε ξεφύγει. Είτε για τα πετρέλαια του Αιγαίου, είτε επειδή προδότες έχουν έρθει στα πράγματα, ξαναγράφουμε την Ιστορία της Επανάστασης, όχι για τους προβληματισμένους διανοούμενους, αλλά για εμάς τον κόσμο. Η εκπομπή του ΣΚΑΪ για το 1821 είναι αισχρή, και χαρακτηριστική της βρώμας των πουλημένων τηλεοπτικών καναλιών που δηλητηριάζουν την ζωή μας. Και μόνο σαν βρώμα πρέπει να αντιμετωπίζεται.
(Φαντάσου να ήμουν και κανένας ...εθνικόφρων)
6 σχόλια:
Και η πατσαβούρα η Δραγώνα ίδια σκατά είναι. Τα σκατά κάνουν κουμάντο.
Το μεγαλείο της Αρχαίας Ελλάδας , η δύναμη της ελληνικής γλώσσας και όποιες άλλες αναφορές στην πορεία του Ελληνισμού μέχρι την εποχή εκείνη, ήταν σίγουρα καθοριστικά στη δυναμική της επανάστασης
και στην εμψύχωση των αγωνιστών.Ήταν ότι τους έδινε περηφάνεια και δύναμη ,πιστεύοντας ,κατά τη γνώμη μου σωστά, πως έχουν ένα τόσο λαμπρό παρελθόν.
Ομως το κοινωνικό στοιχείο ίσως ύπερίσχυε του εθνικού και στην επανάσταση του 1821 .
Ας μην ξεχνάμε την εποχή:Γαλλική Επανάσταση, διαφωτισμός ,διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου κλπ.
Ας βλέπουμε όλες τις διαστάσεις των πραγμάτων, XΩΡΙΣ ΠΑΝΙΚΟ .
Και στη σημερινή εποχή ,δεν είμαστε παρά ανθρώπινα όντα στον πλανήτη γη που επιθυμούμε να ζήσουμε με αξιοπρέπεια. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγώτερο.
Προς τι λοιπόν οι κάθε μορφής ιδεοληψίες? Γιατί συνεχως να δημιουργούμε κλίμα μισαλλοδοξίας και ξενοφοβίας?
Τότε ,όπως και τώρα μοναδικός εχθρός είναι η υπέρμετρη απληστία του ανθρώπου και οι χωρίς όριο και φρένο φιλοδοξίες των ισχυρών. ΄Η αυτό που οι αρχαίοι Ελληνες αποκαλούσαν με μία λεξη "ύβρις".
Έχει καταλάβει κανείς ότι, τα παιδιά μας δεν θα μπορούν να διαβάσουν Παπαδιαμάντη, γιατί η γλώσσα θα τους είναι εντελώς ξένη..;
Και να μην πούμε για Κάλβο, Καβάφη και Σεφέρη...
Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους
Μακάρι να ήταν σαν εσένα οι εθνικόφρωνες.
δεν καταλαβα γιατί τόσο μενος για μια εκπομπη που αν μη τι αλλο μας εβαλε να κουβεντιάσουμε και να ψαξουμε για το 1821
Δημοσίευση σχολίου